'λαβον

'λαβον
ἔλαβον , λαμβάνω
a
aor ind act 3rd pl
ἔλαβον , λαμβάνω
a
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαβόν — λαμβάνω a aor part act masc voc sg λαμβάνω a aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβον — λαμβάνω a aor ind act 3rd pl (epic ionic) λαμβάνω a aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόλαβον — τὸ, Μ πλεονέκτημα, κέρδος («τοῡ ἀντιχρίστου τὰ πρόλαβα φέρουσι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λαβον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. μεσό λαβον] …   Dictionary of Greek

  • χρονολάβον — τὸ, Α όργανο μέτρησης τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + λάβον / λάβος (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. άστρο λάβος, σαρκο λάβον] …   Dictionary of Greek

  • VIGIL — an quia visu agilis; anex Graeco ἀγαλλὸς, ab ἀγαλλιάω, a. in i. mutatô, Scalig. ad Varron. dictus est. Eorum olim Romae familia publica fuit, quae incendia restingueret. Seneca, Ep. 64. Intervenerunt quidam amici, propter quos maior fumus fieret …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… …   Dictionary of Greek

  • μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… …   Dictionary of Greek

  • πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πυρολάβον — τὸ, Μ η πυρολαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + λάβον (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αορ. β ἔ λαβ ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”